- σαόω
- σαόω (σάος), σώω, σώζω, subj. σόῃς, σόῃ (σόῳς, σόῳ), 3 pl. σόωσι (σάωσι, σοῶσι), imp. σάω, part. σώζων, σώοντες, ipf. σάω (σάου), iter. σώεσκον, fut. σαώσω, inf. σαωσέμεν(αι), aor. (ἐ)σάωσα, mid. fut. σαώσεαι, pass. aor. 3 pl. ἐσάωθεν, imp. σαωθήτω, inf. σαωθῆναι: save, preserve, deliver, mid., oneself, Od. 5.490, Il. 16.363; freq. implying motion, ἐκ πολέμου, τηλόθεν, ἐς προχοάς, ἐπὶ νῆα, Od. 3.231, Ρ , Od. 21.309.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.